Ο σερ Τζων Κέριου Εκλς (αγγλ. Sir John Carew Eccles, προφ. «Έκολς», 27 Ιανουαρίου 1903 – 2 Μαΐου 1997) ήταν Αυστραλός νευροφυσιολόγος και φιλόσοφος, που βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1963 για το έργο του σχετικώς με τη νευρική σύναψη. Μοιράσθηκε αυτό το βραβείο με τους Άντριου Χάξλεϋ και Άλαν Λόυντ Χότζκιν.
Ο Τζων Εκλς γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου και μεγάλωσε με τις δύο αδελφές του και τους γονείς του, τους Γουίλιαμ και Μαίρυ Κέριου Εκλς (αμφότερους δασκάλους).. Σε ηλικία 17 ετών κέρδισε μια υποτροφία για να σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Φοιτώντας εκεί, δεν μπορούσε να βρει μια ικανοποιητική εξήγηση για την αλληλεπίδραση του νου με το σώμα, και για τον λόγο αυτό άρχισε να σκέπτεται να γίνει νευροεπιστήμονας. Αποφοιτώντας με άριστα το 1925, κέρδισε μια υποτροφία Rhodes για διδακτορικές σπουδές υπό τον Τσαρλς Σκοτ Σέρινγκτον στο Κολλέγιο Μώντλιν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από όπου πήρε διδακτορικό το 1929.
Το 1937 ο Εκλς επέστρεψε στην Αυστραλία, όπου εργάσθηκε σε στρατιωτικές έρευνες κστά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε έγινε διευθυντής του Ινστιτούτου Κανεμάτσου στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, όπου μαζί με τον Μπέρναρντ Κατς έδιναν ερευνητικές διαλέξεις στο πανεπιστήμιο, επηρεάζοντας το διανοητικό περιβάλλον του ιδρύματος. Μετά τον Πόλεμο έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Οτάγκο, στη Νέα Ζηλανδία. Από το 1952 έως το 1962 ήταν καθηγητής στη Σχολή Ιατρικών Ερευνών Τζων Κέρτιν (JCSMR) του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου. Από το 1966 μέχρι το 1968 ο Εκλς ερεύνησε και δίδαξε στην Ιατρική Σχολή Φάινμπεργκ στο Πανεπιστήμιο Νορθουέστερν του Σικάγου. Ανικανοποίητος με τις συνθήκες εργασίας του εκεί, απεχώρησε και έγινε καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Μπάφαλο από το 1968 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1975. Μετά το πέρας της σταδιοδρομίας του, αποσύρθηκε στην Ελβετία, όπου έγραψε για το πρόβλημα της σχέσεως του νου με το σώμα. Το 1981 ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Παγκόσμιου Πολιτιστικού Συμβουλίου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Εκλς με συναδέλφους του πραγματοποίησαν την έρευνα που οδήγησε στο Βραβείο Νόμπελ. Προκειμένου να μελετήσουν τις νευρικές συνάψεις στο περιφερειακό νευρικό σύστημα, επικεντρώθηκαν στο ανακλαστικό της εκτάσεως («τεντώματος» ενός μυός), που μελετάται εύκολα επειδή αποτελείται από δύο μόνο νευρώνες: έναν αισθητηριακό νευρώνα και τον κινητικό νευρώνα. Ο αισθητηριακός νευρώνας συνάπτεται με τον κινητικό στον νωτιαίο μυελό. Ανεκάλυψαν ότι όταν διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα στον αισθητηριακό νευρώνα του τετρακέφαλου μηριαίου μυός, τότε ο κινητικός νευρώνας που νευρώνει τον τετρακέφαλο παράγει ένα μικρό «διεγερτικό μετασυναπτικό δυναμικό» (EPSP). Με τη διέλευση παρόμοιου ρεύματος από τον ανταγωνιστή μυ του τετρακέφαλου, παράγεται ένα «ανασταλτικό μετασυναπτικό δυναμικό» (IPSP) στον κινητικό νευρώνα του τετρακέφαλου. Αν και ένα μεμονωμένο EPSP δεν ήταν αρκετό ώστε να πυροδοτήσει ένα δυναμικό δράσεως στον νευρώνα, το άθροισμα αρκετών EPSP από πολλούς αισθητηριακούς νευρώνες που συνάπτονται με τον κινητικό νευρώνα μπορούν να πυροδοτήσουν τον κινητικό νευρώνα, συστέλλοντας έτσι τον τετρακέφαλο. Από την άλλη, τα IPSP μπορούσαν να αφαιρεθούν από αυτό το άθροισμα των EPSP, αποτρέποντας την πυροδότηση του κινητικού νευρώνα.
Εκτός από αυτά τα αποδοτικά πειράματα που άνοιξαν δρόμους στην επιστήμη, ο Εκλς διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε σπουδαίες εξελίξεις στη νευροεπιστήμη. Μέχρι το 1949 περίπου ο Εκλς είχε τη γνώμη ότι η νευροδιαβίβαση ήταν κυρίως ηλεκτρική, παρά χημική. Παρά το ότι αυτό δεν είναι σωστό, τα επιχειρήματά του τον οδήγησαν, όπως και άλλους, στο να εκτελέσει κάποια από τα πειράματα που απέδειξαν τη χημική συναπτική μετάδοση. Ο Εκλς συνεργάσθηκε με τον Μπέρναρντ Κατς σε μερικά από τα πειράματα που προσδιόρισαν τον ρόλο της ακετυλοχολίνης ως νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο.
Ο Εκλς νυμφεύθηκε δύο φορές και απέκτησε συνολικά εννέα παιδιά. Η πρώτη σύζυγός του ήταν η Αϊρήν Φράνσις Μίλερ (1904-2002), από το 1928 μέχρι το διαζύγιό τους το 1968. Το ίδιο έτος (1968) ο Εκλς νυμφεύθηκε την ιατρό και νευροψυχολόγο Χέλενα Ταμπορίκοβα (Helena Táboríková) του Πανεπιστημίου του Καρόλου, με την οποία συνεργάζονταν συχνά ερευνητικά. Ο δεύτερος αυτός γάμος διάρκεσε μέχρι τον θάνατο του Εκλς. Ο Εκλς πέθανε σε ηλικία 94 ετών στο σπίτι του, στη μικρή κωμόπολη Κόντρα της νότιας (ιταλόφωνης) Ελβετίας. Τάφηκε στην Κόντρα.
In recognition of service to science, particularly in the field of neurophysiology
|