Γουίλαρντ Μπόυλ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Willard Boyle (Αγγλικά) |
Γέννηση | 19 Αυγούστου 1924 Amherst |
Θάνατος | 7 Μαΐου 2011 Wallace |
Αιτία θανάτου | νεφροπάθεια |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Κατοικία | Καναδάς |
Χώρα πολιτογράφησης | Καναδάς Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ Lower Canada College |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φυσικός εφευρέτης φωτογράφος επιστήμονας executive |
Εργοδότης | Bell Labs |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Βραβείο Νόμπελ Φυσικής (2009) Μετάλλιο Στιούαρτ-Μπαλαντάιν (1973) Εταίρος του Τάγματος του Καναδά Αίθουσα Φήμης των Εθνικών Εφευρετών (2006) Βραβείο Τσαρλς Σταρκ Ντρέιπερ (2006) IEEE Morris N. Liebmann Memorial Award (1974) μετάλλιο Έντουιν Λαντ (2001) βραβείο Μεγάλων Μεταναστών (2010) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γουίλαρντ Στέρλινγκ Μπόυλ (αγγλ. Willard Sterling Boyle, 19 Αυγούστου 1924 – 7 Μαΐου 2011) ήταν Καναδός φυσικός, πρωτοπόρος στην τεχνολογία των λέιζερ και ένας από τους εφευρέτες του CCD. Εκτός αυτών, είχε βοηθήσει στην επιλογή τοποθεσιών για προσεδάφιση στη Σελήνη και είχε παράσχει γενικότερα υποστήριξη στο διαστημικό πρόγραμμα «Απόλλων».
Το 2009 απονεμήθηκε στον Μπόυλ το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής για «την εφεύρεση ενός κυκλώματος απεικονίσεως με ημιαγωγούς – τον αισθητήρα CCD, που έχει καταστεί ένα ηλεκτρονικό μάτι σε σχεδόν όλα τα είδη της φωτογραφίας».
Στις 30 Ιουνίου 2010 ο Μπόυλ τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Καναδά στο υψηλότερο επίπεδό του.
Ο Γουίλαρντ Σ. Μπόυλ γεννήθηκε στο Άμερστ της Νέας Σκωτίας το 1924 και ήταν γιος γιατρού. Η οικογένεια μετακόμισε στο Κεμπέκ λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα. Ο Γουίλαρντ δεν πήγε στο δημοτικό σχολείο, αλλά διδάχθηκε στο σπίτι από τη μητέρα του, τη Μπερνίς, μέχρι την ηλικία των 14 ετών, οπότε πήγε σε σχολείο στο Μόντρεαλ για να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του.
Ο Μπόυλ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ, αλλά οι σπουδές του διακόπηκαν το 1943, όταν στρατολογήθηκε στο Βασιλικό Καναδικό Ναυτικό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από εκεί «δανείσθηκε» στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, όπου μάθαινε πώς να προσγειώνει αεροσκάφη Supermarine Spitfire πάνω σε αεροπλανοφόρα καθώς ο πόλεμος τελείωνε. Πήρε πτυχίο το 1947, μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδικεύσεως (MSc) το 1948 και διδακτορικό το 1950, όλα από το Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ του Μόντρεαλ.
Μετά το διδακτορικό του, ο Μπόυλ πέρασε ένα έτος στο Εργαστήριο Ακτινοβολίας του Καναδά και άλλα δύο χρόνια διδάσκοντας φυσική στο Βασιλικό Στρατιωτικό Κολέγιο του Καναδά. Το 1953 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου εντάχθηκε στο προσωπικό των Εργαστηρίων Μπελ. Εκεί, μαζί με τον Ντον Νέλσον, σχεδίασαν και κατασκεύασαν το πρώτο λέιζερ ρουμπινιού συνεχούς λειτουργίας. το 1962. Επίσης το όνομά του αναφέρεται στο πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μιας διόδου λέιζερ. Διορίσθηκε διευθυντής του Τομέα μελετών διαστημικών επιστημών και εξερευνήσεων στη Bellcomm, θυγατρική των Εργαστηρίων Μπελ, το 1962, όπου βοήθησε στην επιλογή τοποθεσιών για προσεδάφιση στη Σελήνη και παρείχε γενικότερη υποστήριξη στο διαστημικό πρόγραμμα «Απόλλων». Επέστρεψε στα Εργαστήρια Μπελ το 1964 προκειμένου να εργασθεί στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων κυκλωμάτων.
Το 1969 οι Μπόυλ και Τζωρτζ Έ. Σμιθ επενόησαν τη «διάταξη συζευγμένου φορτίου», γνωστότερη ως CCD, για την οποία τιμήθηκαν από κοινού με το Μετάλλιο «Stuart Ballantine» του Ίδρυμα Φραγκλίνου το 1973, με το Βραβείο « Morris N. Liebmann» του IEEE το 1974, με το Βραβείο Charles Stark Draper της Εθνικής Ακαδημίας Μηχανικών των ΗΠΑ το 2006 και τέλος με το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής του 2009. Το CCD επέτρεψε μεταξύ άλλων στη NASA να αποκτήσει καθαρές εικόνες από ουράνια σώματα όταν ενσωματώθηκε σε διαστημικές αποστολές., ενώ σήμερα βρίσκεται σε πολλές ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Οι Γιουτζήν Ί. Γκόρντον και Μάικ Τόμσετ, δύο πρώην εργαζόμενοι στα Εργαστήρια Μπελ, ισχυρίσθηκαν ότι τουλάχιστον η εφαρμογή του CCD στη φωτογραφία δεν επινοήθηκε από τον Μπόυλ. Ο Μπόυλ παρέμεινε εκτελεστικός διευθυντής ερευνών των Εργαστηρίων Μπελ από το 1975 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1979.
Μετά τη συνταξιοδότησή του ο Μπόυλ επέστρεψε στον Καναδά, όπου μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στο Χάλιφαξ και στο χωριό Γουάλας της Νέας Σκωτίας. Εκεί βοήθησε στην ίδρυση μιας γκαλερί τέχνης μαζί με τη σύζυγό του Μπέτυ, η οποία ήταν τοπιογράφος. Το ζεύγος ήταν παντρεμένο από το 1946 και είχε τέσσερα τέκνα, 10 εγγόνια και 6 δισέγγονα.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μπόυλ υπέφερε από νεφρική ανεπάρκεια και εξαιτίας επιπλοκών αυτής πέθανε σε ένα νοσοκομείο στη Νέα Σκωτία σε ηλικία 86 ετών.
|