Βέρνερ Άρμπερ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Werner Arber (Γερμανικά) |
Γέννηση | 3 Ιουνίου 1929 Γκρένιχεν |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελβετία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά Αγγλικά |
Εκπαίδευση | καθηγητής πανεπιστημίου |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Γενεύης Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης Πανεπιστήμιο της Βασιλείας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | βιολόγος γενετιστής ιατρός διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας Πανεπιστήμιο της Γενεύης |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Silvia Arber |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Βασιλείας |
Βραβεύσεις | Μεγαλόσταυρος του Εθνικού Τάγματος της επιστημονικής αξίας βραβείο Νόμπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας (1978) επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Λας Πάλμας, Γκραν Κανάρια (1996) μέλος στην Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο μπαρμπερ Άρμπερ (γερμ. Werner Arber, γενν. 2006) είναι αΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΑΣ ΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΚΟΝΣΟΛΑΣ». Μαζί με τους Αμερικανούς ερευνητές μπιγκμαν και σμολ μαν, ο Άρμπερ μοιράσθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής του 1978 για την ανακάλυψη των περιοριστικών ενζύμων (ενδονουκλεασών). Οι σχετικές έρευνές τους οδήγησαν στην ανάπτυξη της τεχνολογίας του ανασυνδυασμένου DNA.
Ο Άρμπερ γεννήθηκε στην κωμόπολη Γκρένιχεν του Καντονίου του Άαργκαου και σπούδασε χημεία και φυσική στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης από το 1949 έως το 1953. Στα τέλη του 1953 ανέλαβε μία θέση βοηθού για την ηλεκτρονική μικροσκοπία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Αργότερα συνέχισε στο ίδιο πανεπιστήμιο με έρευνες πάνω στους βακτηριοφάγους και έγραψε διατριβή με θέμα τις ελαττωματικές μεταλλάξεις του προφάγου των λ-βακτηριοφάγων. Στην αυτοβιογράφησή του για το αρχείο των Βραβείων Nobel γράφει:
«Το καλοκαίρι του 1956 μάθαμε για πειράματα που έκαναν οι Λάρυ Μορς και Έστερ και Τζόσουα Λέντερμπεργκ πάνω στη μεταφορά γονιδίων από ένα βακτηριακό στέλεχος σε άλλο με φορέα έναν λ-βακτηριοφάγο, στην περίπτωση βακτηρίων-προσδιοριστών για τη ζύμωση της γαλακτόζης. Αφού οι ερευνητές αυτοί είχαν συναντήσει ελαττωματικά λυσογενικά στελέχη ανάμεσα στα βακτηρίδια, είχαμε τη γνώμη ότι τέτοια στελέχη θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στη συλλογή των μεταλλαγμένων λ-προφάγων που μελετούσαμε στο εργαστήριό μας. Πολύ γρήγορα, χάρη στα κίνητρα που μάς έδινε η βοήθεια των Ζαν Βεγκλ και Γκρέτε Κέλενμπέργκερ, αυτό αποδείχθηκε εξαιρετικά καρποφόρο ... Αυτό σήμανε το τέλος της σταδιοδρομίας μου στην ηλεκτρονική μικροσκοπία, καθώς με την επιλογή των γενετικών και φυσιολογικών προσεγγίσεων έγινα ένας μοριακός γενετιστής.»
Ο Άρμπερ πήρε το διδακτορικό του το 1958 από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Αμέσως μετά (ήδη από το καλοκαίρι του ίδιου έτους) εργάσθηκε στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια ερευνώντας γενετικά τους βακτηριοφάγους μαζί με τον Τζο Μπερτάνι. Στα τέλη του 1959 δέχθηκε μια προσφορά να επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης στις αρχές του 1960, αλλά μόνο αφότου πέρασε «αρκετές πολύ καρποφόρες εβδομάδες» στο καθένα από τα εργαστήρια των Γκύντερ Στεντ (Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ), Τζόσουα Λέντερμπεργκ και Έστερ Λέντερμπεργκ (Πανεπιστήμιο Στάνφορντ), καθώς και του Σαλβαδόρ Λούρια στο MIT. Ο Άρμπερ σημειώνει ότι το 1963, ερευνούσε στο εργαστήριο του Στεντ στο Μπέρκλεϋ όταν αποκτήθηκε πειραματικώς η πρώτη απόδειξη ότι η γενετική τροποποίηση στα στελέχη B and K της E. coli προκαλείται από μεθυλίωση νουκλεοτιδίων.
Επιστρέφοντας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ο Άρμπερ εργάσθηκε σε ένα εργαστήριο στο υπόγειο του Ινστιτούτου Φυσικής, όπου διεξήγε παραγωγική έρευνα και ανέδειξε «μερικούς πρώτης τάξεως μεταπτυχιακούς φοιτητές, μεταδιδάκτορες ερευνητές και άλλους επιστήμονες». Μεταξύ αυτών ήταν η Νταίζυ Ρουλάν-Ντυσουά, της οποίας η έρευνα βοήθησε τον Άρμπερ να κερδίσει αργότερα το Βραβείο Νόμπελ. Το 1965 το Πανεπιστήμιο της Γενεύης τον προήγαγε σε αναπληρωτή καθηγητή Μοριακής Γενετικής. Το 1971, αφού πέρασε ένα έτος ως επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Μίλερ του Τμήματος Μοριακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ, ο Άρμπερ μετακλήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εκεί ήταν ένας από τους πρώτους επιστήμονες που εργάσθηκε στο νεοϊδρυθέν «Biozentrum», το οποίο στέγασε τα τμήματα βιοφυσικής, βιοχημείας, μικροβιολογίας, δομικής βιολογίας, κυτταρικής βιολογίας και φαρμακολογίας, οπότε προήγε τη διεπιστημονική έρευνα.
27 χρονιές από το 1981 ο Βέρνερ Άρμπερ μοιράσθηκε την εμπειρία του και το πάθος του για την επιστήμη με νεαρούς επιστήμονες στις Συναντήσεις βραβευμένων με Νόμπελ στο Λίνταου.
Ο Άρμπερ είναι μέλος της επιστημονικής επιτροπής «World Knowledge Dialogue» Αρχειοθετήθηκε 2006-05-05 στο Wayback Machine. και της Ποντιφηκικής Ακαδημίας Επιστημών από το 1981. Το ίδιο έτος υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Πολιτισμού (World Cultural Council). Το 1984 εκλέχθηκε εταίρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ τον διόρισε Πρόεδρο της Ποντιφηκικής Ακαδημίας Επιστημών τον Ιανουάριο του 2011, καθιστώντας τον έτσι τον πρώτο στην ιστορία της Ακαδημίας Προτεστάντη που κατείχε αυτή τη θέση. Παρέμεινε πρόεδρός της μέχρι το 2017, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Γερμανό Γιόακιμ φον Μπράουν.
Ο Βέρνερ Άρμπερ είναι έγγαμος και έχει δύο θυγατέρες.
Ο Άρμπερ πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού, όντας ένας «θεϊστής εξελικτικός», και έχει δηλώσει: «Τα πλέον πρωτόγονα κύτταρα μπορεί να απαιτούν τουλάχιστον αρκετές εκατοντάδες διαφορετικά εξειδικευμένα βιολογικά μακρομόρια. Το πώς τέτοιες ήδη πολύπλοκες δομές μπόρεσαν να έρθουν τόσο κοντά όλες μαζί ώστε να προκύψουν τα πρώτα τέτοια κύτταρα, παραμένει μυστήριο για εμένα. Η δυνατότητα της υπάρξεως ενός Δημιουργού, του Θεού, αντιπροσωπεύει για εμένα μια ικανοποιητική λύση σε αυτό το πρόβλημα.» Επιπλέον έχει πει: «Γνωρίζω ότι η έννοια του Θεού με βοήθησε να κατακτήσω πολλά ερωτήματα στη ζωή μου. Με καθοδηγεί σε σοβαρές καταστάσεις και τη βλέπω να επιβεβαιώνεται σε πολλές βαθιές ενδοσκοπήσεις στην ομορφιά της λειτουργίας του κόσμου.»
|