Όοουεν Γκίνγκεριτς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 24 Μαρτίου 1930 Washington |
Θάνατος | 28 Μαΐου 2023 |
Κατοικία | Κέιμπριτζ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (έως 1962) Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (έως 1953) Goshen College (έως 1951) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αστρονόμος διδάσκων πανεπιστημίου ιστορικός επιστήμονας καθηγητής δημοσιογράφος άποψης |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (από 1960) Harvard–Smithsonian Center for Astrophysics (από 1962) Κολέγιο Ουέλσλεϊ (1958–1959) Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού (1955–1958) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Ζυλ Ζανσέν (2006) επίτιμος διδάκτορας (2005) επίτιμος διδάκτορας (2004) American Astronomical Society Education Prize (2004) |
Ο Όοουεν Τζέυ Γκίνγκεριτς (αγγλ. Owen Jay Gingerich, 24 Μαρτίου 1930 – 28 Μαΐου 2023) ήταν Αμερικανός αστρονόμος, καθηγητής της αστρονομίας και της ιστορίας της επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Εκτός από τις έρευνες και τη διδασκαλία του, είχε συγγράψει και αρκετά βιβλία ιστορίας της αστρονομίας.
Ο Γκίνγκεριτς ήταν μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών, της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ακαδημίας της Ιστορίας της Επιστήμης. Ανέπτυξε επίσης δραστηριότητα, όντας πιστός Προτεστάντης Χριστιανός, στα πλαίσια της American Scientific Affiliation, ενός συλλόγου Ευαγγελικών επιστημόνων, καθώς και ως μέλος της διοικούσας επιτροπής του Ιδρύματος Τέμπλτον.
Ο Όοουεν Γκίνγκεριτς ήταν γιος του Μέλβιν και της Βέρνα Γκίνγκεριτς (το γένος Roth), ενός ζεύγους Μεννονιτών, και γεννήθηκε στην κωμόπολη Ουάσινγκτον της Άιοβα, αλλά μεγάλωσε στην πεδιάδα του Κάνσας, όπου και ξεκίνησε το ενδιαφέρον του για την αστρονομία. Ο πατέρας του δίδασκε ιστορία στο Κολέγιο Μπέθελ, στην κωμόπολη Νορθ Νιούτον του Κάνσας, έως το 1947, οπότε βρήκε θέση στο Κολέγιο Γκόσεν της Ιντιάνα.
Ο Όοουεν ταξίδεψε όταν ακόμα ήταν έφηβος, το 1946, ως συνοδός μουλαριών που μεταφέρονταν με πλοίο στην Πολωνία ως μέρος της αμερικανικής βοήθειας προς τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο χώρες της Ευρώπης. Το επόμενο έτος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Κολέγιο Γκόσεν, παρά το ότι δεν είχε τελειώσει το τελευταίο έτος της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου ολοκλήρωσε τη διατριβή του στην αστρονομία με θέμα τη μελέτη των αστρικών ατμοσφαιρών και επιβλέπουσα καθηγήτρια τη Σεσίλια Πέιν-Γκαπόσκιν.
Ο Γκίνγκεριτς κατέληξε να διδάσκει αστρονομία στο Χάρβαρντ, όπου προσέλκυε το ενδιαφέρον του ακροατηρίου του με διάφορα τεχνάσματα. Συνδέθηκε και με το Ίδρυμα Σμιθσόνιαν με έρευνα στο Αστροφυσικό Αστεροσκοπείο Σμιθσόνιαν. Το 2005 του ανατέθηκε από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση η προεδρία της Επιτροπής ορισμού του όρου «πλανήτης», με καθήκον να επικαιροποιήσει τον επιστημονικό αστρονομικό ορισμό του πλανήτη προκειμένου να συμφωνεί με τις πρόσφατες (τότε) ανακαλύψεις, όπως εκείνη του νάνου πλανήτη Έριδος. Η επταμελής αυτή επιτροπή εκπόνησε έναν αρχικό ορισμό που διατηρούσε τον Πλούτωνα ως πλανήτη («πλανήτης είναι κάθε σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν αστέρα χωρίς να είναι το ίδιο αστέρας και είναι αρκετά μεγάλο ώστε η βαρύτητά του να του προσδίδει σχεδόν σφαιρικό σχήμα»). Ο ορισμός αυτός επικρίθηκε από πολλούς ως εξασθενών τη σημασία του πλανήτη. Ο τελικός ορισμός, που υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση με ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση της Πράγας το 2006, προσέθεσε μία ακόμα απαραίτητη ιδιότητα του πλανήτη: να έχει «καθαρίσει» την περιοχή της τροχιάς του από όλα τα άλλα σώματα με κάποιο μέγεθος, μια φρασεολογία με την οποία ο Γκίνγκεριτς «δεν ήταν ευχαριστημένος καθόλου».
Αφού συνέχισε για λίγο την έρευνα των αστρικών ατμοσφαιρών, ο Γκίνγκεριτς ανακατεύθυνε τη θεματική των μελετών του προς την ιστορία της αστρονομίας. Τη δεκαετία του 1950 μελέτησε τον βίο του Γάλλου αστρονόμου Σαρλ Μεσιέ και τη δημιουργία του ομώνυμου αστρονομικού καταλόγου. Ο Γκίνγκεριτς ανεκάλυψε σημειώσεις από τον Μεσιέ για δύο επιπλέον γαλαξίες που είχαν ανακαλυφθεί από τον Πιερ Μεσαίν και προστέθηκαν στον κατάλογο του Μεσιέ: τον M108 (NGC 3556) και τον M109 (NGC 3992). Ο Αμερικανός αστρονόμος ερεύνησε και για τα χαμένα «αντικείμενα» του Μεσιέ, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το M91 ήταν πιθανώς ένας κομήτης και ότι το M102 ήταν ίσως μια διπλογράφηση του M101 (NGC 5457). Το πρώτο συμπέρασμα απορρίφθηκε το 1969, όταν ο W. Williams ανέσυρε αποδεικτικά στοιχεία ότι ο M91 είναι μάλλον ο σπειροειδής γαλαξίας NGC 4548, αλλά το δεύτερο αποτελεί ακόμα ανοικτό ζήτημα (ο M102 ίσως να είναι ο NGC 5866).
Ο Γκίνγκεριτς ήταν παγκοσμίως αναγνωρισμένη αυθεντία τόσο για τον Γιοχάνες Κέπλερ όσο και για τον Νικόλαο Κοπέρνικο, γνωστός ιδίως για το έργο του σε σχέση με το βιβλίο του Κοπέρνικου De revolutionibus orbium coelestium. Επίσης ήταν ειδικός για τις αστρονομικές παρατηρήσεις του Γαλιλαίου και ηγήθηκε της επιτυχημένης προσπάθειας να αποδειχθεί ότι οι υδατογραφίες της Σελήνης σε ένα περίφημο αντίγραφο του έργου του Γαλιλαίου Sidereus Nuncius ήταν πολύ νεότερες πλαστογραφίες και δεν είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Γαλιλαίο.
Το 1959, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του The Sleepwalkers, ο Άρθουρ Κέσλερ έγραψε: «Το βιβλίο που δεν διάβασε κανείς – το De revolutionibus orbium coelestium – ήταν και παραμένει το «γουόρστ-σέλερ» όλων των εποχών.» Ο Γκίνγκεριτς διάβασε στο Βασιλικό Αστεροσκοπείο του Εδιμβούργου ένα αντίγραφό του με λεπτομερείς σημειώσεις, το οποίο είχε στην κατοχή του ο Έρασμος Ράινχολντ, εξέχοντας Γερμανός αστρονόμος του 16ου αιώνα. Γεννήθηκε έτσι η ιδέα στον Γκίνγκεριτς να επαληθεύσει τον ισχυρισμό του Κέσλερ και να ερευνήσει το ποιοι είχαν υπάρξει κάτοχοι και αναγνώστες των δύο πρώτων εκδόσεων του βιβλίου του Κοπέρνικου, που πραγματοποιήθηκαν το 1543 και το 1566 στη Νυρεμβέργη και στη Βασιλεία αντιστοίχως. Ανεκάλυψε, από σημείωσεις στα περιθώρια, ότι τελικώς το βιβλίο το είχαν διαβάσει αρκετοί. Τεκμηρίωσε επίσης πού και πώς είχε λογοκριθεί το βιβλίο.
Ως αποτέλεσμα κυρίως των προσπαθειών αυτών του Γκίνγκεριτς, η πρώτη έκδοση του De revolutionibus έχει ερευνηθεί και καταλογογραφηθεί καλύτερα από εκείνη κάθε άλλου βιβλίου ιστορικής σημασίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, εκτός από της αρχικής Βίβλου του Γουτεμβέργιου. Οι τριακονταετείς σχεδόν προσωπικές έρευνές του για το De revolutionibus περιγράφηκαν από τον Γκίνγκεριτς στο βιβλίο του The Book Nobody Read (2004). Χάρη σε αυτές τις κοπερνίκειες έρευνες, τιμήθηκε από την κυβέρνηση της Πολωνίας με το παράσημο του Τάγματος της Αξίας της Πολωνικής Δημοκρατίας το 1981.
Ο Γκίνγκεριτς συνέγραψε περισσότερα από 20 βιβλία και δημοσίευσε σχεδόν εξακόσια τεχνικά ή εκπαιδευτικά άρθρα και δημοσιεύσεις. Δύο ανθολογήσεις των δοκιμίων του έχουν εκδοθεί, με τίτλους The Great Copernicus Chase and Other Adventures in Astronomical History (Cambridge University Press) και The Eye of Heaven: Ptolemy, Copernicus, Kepler στη σειρά του Αμερικανικού Ινστιτούτου Φυσικής «Προσωπικότητες της νεότερης φυσικής». Διετέλεσε σύμβουλος της Αμερικανικής Αστρονομικής Εταιρείας και βοήθησε στην οργάνωση του Τομέα Ιστορικής Αστρονομίας της εταιρείας.
Ο Γκίνγκεριτς ήταν πιστός Χριστιανός όσο και ιστορικός των φυσικών επιστημών και κοσμολόγος, οπότε του είχε ζητηθεί αρκετές φορές να σχολιάσει θέματα σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ επιστήμης και θρησκευτικής πίστης. Επί της θεωρίας του ευφυούς σχεδιασμού, μίλησε για «απέραντη έλλειψη κατανοήσεως από τους υπέρμαχους, όσο και τους πολεμίους της». Επεσήμανε ότι, αν και οι υποστηρικτές της θεωρίας προβαίνουν σε μια καλή προσπάθεια για μια αυτοσυνεπή ερμηνεία της φύσεως του Σύμπαντος,
«... δεν παρέχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τα αίτια των φαινομένων, καθήκον με το οποίο κυρίως ασχολούνται οι ερευνητές επιστήμονες της εποχής μας. Ο ευφυής σχεδιασμός δεν εξηγεί τη χρονική ή τη γεωγραφική κατανομή των ειδών των οργανισμών, ούτε τις πολυσύνθετες σχέσεις του κώδικα του DNA. Ο ευφυής σχεδιασμός είναι ενδιαφέρων ως φιλοσοφική ιδέα, αλλά δεν αντικαθιστά τις επιστημονικές ερμηνείες που προσφέρει η θεωρία της εξελίξεως».
Ο Γκίνγκεριτς πίστευε ότι «υπάρχει ένας Θεός ως σχεδιαστής, ο Οποίος συμβαίνει να εφαρμόζει την εξελικτική διαδικασία προκειμένου να επιτύχει μέγιστους στόχους – στόχους που είναι, όσο μπορούμε να αντιληφθούμε εμείς τα ανθρώπινα όντα, αυτοσυνειδησίας και ενσυνείδητης ευφυΐας». Είχε γράψει: «...πιστεύω στον ευφυή σχεδιασμό, με πεζά τα αρχικά γράμματα. Αλλά έχω πρόβλημα με τον Ευφυή Σχεδιασμό – με κεφαλαία – ως ένα κίνημα που θεωρείται ευρύτατα ως αντι-εξελικτικό.» Υπέδειξε ότι τελεολογικά επιχειρήματα, όπως το φαινομενικώς «ρυθμισμένο με ακρίβεια Σύμπαν», μπορούν να ληφθούν ως ενδείξεις, αλλά όχι ως αποδείξεις, για την ύπαρξη του Θεού. Είπε ότι «μια ικανοποιητική και σύμφωνη με την κοινή λογική ερμηνεία του κόσμου μας υποδεικνύει το σχεδιαστικό χέρι μιας υπερευφυΐας».
Αποδεχόμενος από την άλλη και την κοινή καταγωγή των ειδών, ο Γκίνγκεριτς ήταν ένας θεϊστής εξελικτικός. Συνεπώς δεν δεχόταν τον μεταφυσικό νατουραλισμό, γράφοντας ότι:
«Οι περισσότερες μεταλλάξεις είναι καταστροφικές, αλλά ίσως μερικές εμπνευσμένες να μην είναι. Μπορούν μεταλλάξεις να είναι εμπνευσμένες; Εδώ έγκειται ο ιδεολογικός υδροκρίτης, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αθεϊστική και στη θεϊστική εξέλιξη, και ειλικρινώς βρίσκεται πέρα από τα όρια της επιστήμης το να αποδείξει το ζήτημα υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Η επιστήμη δεν θα καταρρεύσει εάν μερικοί διακονούντες αυτή είναι πεπεισμένοι ότι σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε δημιουργική συνεισφορά από έξω στη μακρά αλυσίδα της υπάρξεως των όντων.»
Τα πιστεύω του Γκίνγκεριτς είχαν κάποιες φορές επισύρει επικρίσεις από οπαδούς του δημιουργισμού που πιστεύουν ότι η Γη έχει ηλικία μικρότερη των 10.000 ετών. Ο επιστήμονας είχε αποκριθεί εν μέρει λέγοντας ότι «το μεγάλο υφαντό της επιστήμης είναι υφασμένο με το ερώτημα του πώς», ενώ η βιβλική αφήγηση και η θρησκευτική πίστη «εκφράζουν εντελώς διαφορετικά ερωτήματα: όχι το πώς, αλλά τα κίνητρα του Ποιος».
Ο Γκίνγκεριτς και η σύζυγός του Μίριαμ ήταν παντρεμένοι για περισσότερο από εξήντα χρόνια. Απέκτησαν μαζί τρεις γιους, τον Τζόναθαν, τον Μαρκ και τον Πέτρο, και τρία εγγόνια. Τους άρεσαν τα ταξίδια και η φωτογραφία. Ο Όοουεν Τζέυ Γκίνγκεριτς απεβίωσε στο Μπελμόντ της Μασαχουσέτης σε ηλικία 93 ετών.
|